ναρκοθετώ

ναρκοθετώ
ναρκοθετώ, ναρκοθέτησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ναρκοθετώ — 1. τοποθετώ νάρκες 2. μτφ. υπονομεύω ενέργεια ή προσπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + θετώ (< θέτης) πρβλ. ιστο θετώ, νομο θετώ] …   Dictionary of Greek

  • ναρκοθετώ — ναρκοθέτησα, ναρκοθετήθηκα, ναρκοθετημένος, τοποθετώ νάρκες σε θάλασσα ή σε ξηρά: Η είσοδος του λιμανιού ναρκοθετήθηκε ή είναι ναρκοθετημένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • ναρκοθέτηση — η [ναρκοθετώ] 1. στρατ. τοποθέτηση στην ξηρά ή πόντιση στη θάλασσα ναρκών για ανατίναξη εχθρικών στόχων 2. μτφ. υπονόμευση ενέργειας ή προσπάθειας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”